- θρασύτερος
- θρασύςboldmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύντερος — κύντερος, έρα, ον (Α) 1. αναιδέστερος, θρασύτερος («ἐπεὶ οὐ σέο κύντερον ἄλλο», Ομ. Ιλ.) 2. τρομερότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. τ. επιθ. < κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. τερος] … Dictionary of Greek
ՅԱՆԴԳՆԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0324 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա.մ. τολμηρότερος, ον, θρασύτερος audacior, ius. Առաւել յանդուգն. կարի յանդգնութեամբ. *Ջեռեալ առ ʼի յանդգնագոյն դսրովանս. Իսիւք.: *Յանդգնագոյնս զմտաւ ածել եւ սակս լռեցելոյն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)